- παρανηχομένους
- παρανήχομαιswim alongpres part mp masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρανήχομαι — ΜΑ περνώ από έναν τόπο κολυμπώντας αρχ. 1. κολυμπώ κοντά στην ακτή 2. κολυμπώ κοντά ή δίπλα σε κάποιον («τοὺς ἵππους παρὰ τὰ πλοῑα παρανηχομένους», Πλούτ.) 3. μτφ. διέρχομαι, περνώ («ἐπεὶ παρενήξατο τὸ πλεῡν ἥβης», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek